- υπερχέω
- ΜΑ [χέω]1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.)2. (το παθ.) ὑπερχέομαια) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ.β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.)β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι», Αλκίφρ.β. «εἰς ταῡτα διὰ τῶν στενῶν ὑπερχεόμενοι καὶ συνωθοῡντες ἀλλήλους», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.